ασκίσιος

ασκίσιος
α, ο[ν] хранящийся в бурдюке (о брынзе, маслинах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασκίσιος" в других словарях:

  • ασκίσιος — α, ο [ασκί] αυτός που διατηρείται μέσα σε ασκί («ασκίσιες ελιές», «ασκίσιο τυρί») …   Dictionary of Greek

  • ασκί — το (AM ἀσκίον) 1. δερμάτινος σάκος, τουλούμι 2. ποσότητα όση χωρά σ ένα ασκί («ένα ασκί κρασί») νεοελλ. φρ. 1. «βρέχει με τ ασκί» βρέχει ραγδαία 2. «τον έκανε ασκί στο ξύλο» τον έδειρε πολύ 3. «δεν έχει πάει με δικό του ασκί στο μύλο» δεν έχει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»